- φίλιος
- -α, -ο / φίλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α [φίλος]φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῡτα φίλια τοῑς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν.γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.)αρχ.(σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση τού Ερμού, τού Απόλλωνος και, κυρίως, τού Διός ως προστατών τής φιλίας («πρὸς Διὸς φιλίου», Πλάτ.)3. το θηλ. ως ουσ. ἡ φιλία1. (ενν. χώρα) η φιλική χώρα4. φρ. α) «πρεσβεῑαι φίλιαι καὶ πολέμιοι» — πρεσβείες προς φίλους και εχθρούς (Ξεν.)β) «φίλια καὶ πολέμια ναυάγια» — ναυάγια φιλικών και εχθρικών πλοίων (Λυσ.).επίρρ...φιλίως Αμε φίλιο τρόπο, φιλικώς.
Dictionary of Greek. 2013.